- αγκύλη
- Δήμος της Αιγηίδας φυλής στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα υπήρχε και προάστιο της πόλης.
* * *η (Α ἀγκύλη) [ἀγκύλος]νεοελλ.συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα τού λόγου2. Μαθημ. το σύμβολο []. Χρησιμοποιείται στη γραφή παραστάσεων που αναφέρονται σε σύνολα εφοδιασμένα με πράξεις, για την αποσαφήνιση τής σειράς με την οποία νοούνται οι σημειωμένες πράξεις και έτσι την αποφυγή παρερμηνείαςαρχ.1. καμπή, κλείδωση τού αγκώνα, τού καρπού ή τού γόνατου2. σκλήρυνση και κύρτωση των αρθρώσεων, αγκύλωση3. βρόχος, θηλιά4. ιμάντας ακοντίου5. ακόντιο6. χορδή τόξου7. γάντζος, άγκιστρο, κρίκος.
Dictionary of Greek. 2013.